Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πετροκυλιστής
πετρορριφής
πέτρος
πετροτόμος
πετρόω
πετρώδης
πευθήν
πεύθομαι
πευθώ
πευκάλιμος
πευκεδανός
πευκήεις
πεύκη
πεύκινος
πευστήριος
πεφοβημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πηγάζω
πηγαῖος
View word page
πευκεδανός
πευκεδανός πευκεδᾰνός, ή, όν epith. of war, = πευκήεις II, Il.
ShortDef
destructive (?)
Debugging
Headword:
πευκεδανός
Headword (normalized):
πευκεδανός
Headword (normalized/stripped):
πευκεδανος
IDX:
26061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26091
Key:
peukedano/s
Data
{'content': 'πευκεδανός\n πευκεδᾰνός, ή, όν\n epith. of war, = πευκήεις II, Il.', 'key': 'peukedano/s'}