Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πετρόκοιτος
πετροκυλιστής
πετρορριφής
πέτρος
πετροτόμος
πετρόω
πετρώδης
πευθήν
πεύθομαι
πευθώ
πευκάλιμος
πευκεδανός
πευκήεις
πεύκη
πεύκινος
πευστήριος
πεφοβημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
πηγάζω
View word page
πευκάλιμος
πευκάλιμος πευκάλιμος (ᾰ), η, ον ἐνὶ φρεσὶ πευκαλίμῃσι (the only phrase used by Hom.) would mean in wise, prudent, sagacious mind: cf. λευγαλέος and λυγρός.

ShortDef

in wise, prudent, sagacious

Debugging

Headword:
πευκάλιμος
Headword (normalized):
πευκάλιμος
Headword (normalized/stripped):
πευκαλιμος
IDX:
26060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26090
Key:
peuka/limos

Data

{'content': 'πευκάλιμος\n πευκάλιμος (ᾰ), η, ον\n ἐνὶ φρεσὶ πευκαλίμῃσι (the only phrase used by Hom.) would mean in wise, prudent, sagacious mind: cf. λευγαλέος and λυγρός.', 'key': 'peuka/limos'}