πευκάλιμος
πευκάλιμος (ᾰ), η, ον
ἐνὶ φρεσὶ πευκαλίμῃσι (the only phrase used by Hom.) would mean in wise, prudent, sagacious mind: cf. λευγαλέος and λυγρός.
{'content': 'πευκάλιμος\n πευκάλιμος (ᾰ), η, ον\n ἐνὶ φρεσὶ πευκαλίμῃσι (the only phrase used by Hom.) would mean in wise, prudent, sagacious mind: cf. λευγαλέος and λυγρός.', 'key': 'peuka/limos'}