Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνδρακάς
ἀνδραποδίζω
ἀνδραποδισμός
ἀνδραποδιστής
ἀνδραποδοκάπηλος
ἀνδράποδον
ἀνδραποδώδης
ἀνδράριον
ἀνδραχθής
ἀνδρεῖα
ἀνδρεία
ἀνδρείκελον
ἀνδρείκελος
ἀνδρεῖος
ἀνδρειότης
ἀνδρειφόντης
ἀνδρηλατέω
ἀνδρηλάτης
ἀνδριαντίσκος
ἀνδριαντοποιέω
ἀνδριαντοποιΐα
View word page
ἀνδρεία
ἀνδρεία ἀνδρία is a doubtful form. manliness, manhood, manly spirit, Lat. virtus, Trag., etc.

ShortDef

manliness, manhood, manly spirit

Debugging

Headword:
ἀνδρεία
Headword (normalized):
ἀνδρεία
Headword (normalized/stripped):
ανδρεια
IDX:
2608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2609
Key:
a)ndrei/a

Data

{'content': 'ἀνδρεία\n ἀνδρία is a doubtful form.\n manliness, manhood, manly spirit, Lat. virtus, Trag., etc.', 'key': 'a)ndrei/a'}