Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πετροβόλος
πετρόκοιτος
πετροκυλιστής
πετρορριφής
πέτρος
πετροτόμος
πετρόω
πετρώδης
πευθήν
πεύθομαι
πευθώ
πευκάλιμος
πευκεδανός
πευκήεις
πεύκη
πεύκινος
πευστήριος
πεφοβημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
πεφυλαγμένως
View word page
πευθώ
πευθώ πευθώ, οῦς, πυθέσθαι tidings, news, Aesch.

ShortDef

tidings, news

Debugging

Headword:
πευθώ
Headword (normalized):
πευθώ
Headword (normalized/stripped):
πευθω
IDX:
26059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26089
Key:
peuqw/

Data

{'content': 'πευθώ\n πευθώ, οῦς,\n πυθέσθαι\n tidings, news, Aesch.', 'key': 'peuqw/'}