Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πετροβολία
πετροβόλος
πετρόκοιτος
πετροκυλιστής
πετρορριφής
πέτρος
πετροτόμος
πετρόω
πετρώδης
πευθήν
πεύθομαι
πευθώ
πευκάλιμος
πευκεδανός
πευκήεις
πεύκη
πεύκινος
πευστήριος
πεφοβημένως
πεφροντισμένως
πεφυκότως
View word page
πεύθομαι
πεύθομαι poet. for πυνθάνομαι, Hom., Hes., Trag.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πεύθομαι
Headword (normalized):
πεύθομαι
Headword (normalized/stripped):
πευθομαι
IDX:
26058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26088
Key:
peu/qomai
Data
{'content': 'πεύθομαι\n poet. for πυνθάνομαι, Hom., Hes., Trag.', 'key': 'peu/qomai'}