Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πέτρινος
πετροβολία
πετροβόλος
πετρόκοιτος
πετροκυλιστής
πετρορριφής
πέτρος
πετροτόμος
πετρόω
πετρώδης
πευθήν
πεύθομαι
πευθώ
πευκάλιμος
πευκεδανός
πευκήεις
πεύκη
πεύκινος
πευστήριος
πεφοβημένως
πεφροντισμένως
View word page
πευθήν
πευθήν πευθήν, ῆνος, ὁ, an inquirer, spy, Luc. from πεύθομαι

ShortDef

an inquirer, spy

Debugging

Headword:
πευθήν
Headword (normalized):
πευθήν
Headword (normalized/stripped):
πευθην
IDX:
26057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26087
Key:
peuqh/n

Data

{'content': 'πευθήν\n πευθήν, ῆνος, ὁ,\n an inquirer, spy, Luc.\n from πεύθομαι', 'key': 'peuqh/n'}