Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πετρίδιον
πέτρινος
πετροβολία
πετροβόλος
πετρόκοιτος
πετροκυλιστής
πετρορριφής
πέτρος
πετροτόμος
πετρόω
πετρώδης
πευθήν
πεύθομαι
πευθώ
πευκάλιμος
πευκεδανός
πευκήεις
πεύκη
πεύκινος
πευστήριος
πεφοβημένως
View word page
πετρώδης
πετρώδης πετρ-ώδης, ες εἶδος like rock or stone, rocky, stony, like πετραῖος, π. κατῶρυξ, of a grave, Soph., Plat.
ShortDef
like rock; rocky, stony
Debugging
Headword:
πετρώδης
Headword (normalized):
πετρώδης
Headword (normalized/stripped):
πετρωδης
IDX:
26056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26086
Key:
petrw/dhs
Data
{'content': 'πετρώδης\n πετρ-ώδης, ες\n εἶδος\n like rock or stone, rocky, stony, like πετραῖος, π. κατῶρυξ, of a grave, Soph., Plat.', 'key': 'petrw/dhs'}