Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πετρηρεφής
πετρήρης
πετρίδιον
πέτρινος
πετροβολία
πετροβόλος
πετρόκοιτος
πετροκυλιστής
πετρορριφής
πέτρος
πετροτόμος
πετρόω
πετρώδης
πευθήν
πεύθομαι
πευθώ
πευκάλιμος
πευκεδανός
πευκήεις
πεύκη
πεύκινος
View word page
πετροτόμος
πετροτόμος πετρο-τόμος, ον, τέμνω cutting stones, Anth.

ShortDef

cutting stones

Debugging

Headword:
πετροτόμος
Headword (normalized):
πετροτόμος
Headword (normalized/stripped):
πετροτομος
IDX:
26054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26084
Key:
petroto/mos

Data

{'content': 'πετροτόμος\n πετρο-τόμος, ον,\n τέμνω\n cutting stones, Anth.', 'key': 'petroto/mos'}