Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πετρίδιον
πέτρινος
πετροβολία
πετροβόλος
πετρόκοιτος
πετροκυλιστής
πετρορριφής
πέτρος
πετροτόμος
πετρόω
πετρώδης
πευθήν
πεύθομαι
πευθώ
πευκάλιμος
πευκεδανός
πευκήεις
πεύκη
View word page
πέτρος
πέτρος .πέτρος, ὁ, a stone, distinguished from πέτρα (v. sub voce); in Hom., used by warriors, λάζετο πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα Il.; βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ Il.: —proverb., πάντα κινῆσαι πέτρον Eur.

ShortDef

a stone
Petrus, Peter

Debugging

Headword:
πέτρος
Headword (normalized):
πέτρος
Headword (normalized/stripped):
πετρος
IDX:
26053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26083
Key:
pe/tros

Data

{'content': 'πέτρος\n .πέτρος, ὁ,\n a stone, distinguished from πέτρα (v. sub voce); in Hom., used by warriors, λάζετο πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα Il.; βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ Il.: —proverb., πάντα κινῆσαι πέτρον Eur.', 'key': 'pe/tros'}