Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πετραῖος
πέτρα
πετρηδόν
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πετρίδιον
πέτρινος
πετροβολία
πετροβόλος
πετρόκοιτος
πετροκυλιστής
πετρορριφής
πέτρος
πετροτόμος
πετρόω
πετρώδης
πευθήν
πεύθομαι
πευθώ
πευκάλιμος
View word page
πετρόκοιτος
πετρόκοιτος πετρό-κοιτος, ον, κοίτη with bed of rock, Anth.
ShortDef
with bed of rock
Debugging
Headword:
πετρόκοιτος
Headword (normalized):
πετρόκοιτος
Headword (normalized/stripped):
πετροκοιτος
IDX:
26050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26080
Key:
petro/koitos
Data
{'content': 'πετρόκοιτος\n πετρό-κοιτος, ον,\n κοίτη\n with bed of rock, Anth.', 'key': 'petro/koitos'}