Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πέτομαι
πετραῖος
πέτρα
πετρηδόν
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πετρίδιον
πέτρινος
πετροβολία
πετροβόλος
πετρόκοιτος
πετροκυλιστής
πετρορριφής
πέτρος
πετροτόμος
πετρόω
πετρώδης
πευθήν
πεύθομαι
πευθώ
View word page
πετροβόλος
πετροβόλος πετρο-βόλος, ον, βάλλω throwing stones, Xen. as Subst., πετροβόλος, an engine for throwing stones, Lat. ballista, Polyb., etc.
ShortDef
throwing stones, n. engine for throwing stones
Debugging
Headword:
πετροβόλος
Headword (normalized):
πετροβόλος
Headword (normalized/stripped):
πετροβολος
IDX:
26049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26079
Key:
petrobo/los
Data
{'content': 'πετροβόλος\n πετρο-βόλος, ον,\n βάλλω\n throwing stones, Xen.\n as Subst., πετροβόλος, an engine for throwing stones, Lat. ballista, Polyb., etc.', 'key': 'petrobo/los'}