Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πετεινός
πέτομαι
πετραῖος
πέτρα
πετρηδόν
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πετρίδιον
πέτρινος
πετροβολία
πετροβόλος
πετρόκοιτος
πετροκυλιστής
πετρορριφής
πέτρος
πετροτόμος
πετρόω
πετρώδης
πευθήν
πεύθομαι
View word page
πετροβολία
πετροβολία πετροβολία, ἡ, a stoning, Xen. from πετροβόλος
ShortDef
a stoning
Debugging
Headword:
πετροβολία
Headword (normalized):
πετροβολία
Headword (normalized/stripped):
πετροβολια
IDX:
26048
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26078
Key:
petroboli/a
Data
{'content': 'πετροβολία\n πετροβολία, ἡ,\n a stoning, Xen.\n from πετροβόλος', 'key': 'petroboli/a'}