Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πέτευρον
πετεινός
πέτομαι
πετραῖος
πέτρα
πετρηδόν
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πετρίδιον
πέτρινος
πετροβολία
πετροβόλος
πετρόκοιτος
πετροκυλιστής
πετρορριφής
πέτρος
πετροτόμος
πετρόω
πετρώδης
πευθήν
View word page
πέτρινος
πέτρινος πέτρῐνος, η, ον πέτρα of rock, rocky, Hdt., Soph., Eur.

ShortDef

of rock, rocky

Debugging

Headword:
πέτρινος
Headword (normalized):
πέτρινος
Headword (normalized/stripped):
πετρινος
IDX:
26047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26077
Key:
pe/trinos

Data

{'content': 'πέτρινος\n πέτρῐνος, η, ον\n πέτρα\n of rock, rocky, Hdt., Soph., Eur.', 'key': 'pe/trinos'}