Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πέτασος
πέτευρον
πετεινός
πέτομαι
πετραῖος
πέτρα
πετρηδόν
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πετρίδιον
πέτρινος
πετροβολία
πετροβόλος
πετρόκοιτος
πετροκυλιστής
πετρορριφής
πέτρος
πετροτόμος
πετρόω
πετρώδης
View word page
πετρίδιον
πετρίδιον πετρίδιον, ου, τό, Dim. of πέτρα, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πετρίδιον
Headword (normalized):
πετρίδιον
Headword (normalized/stripped):
πετριδιον
IDX:
26046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26076
Key:
petri/dion
Data
{'content': 'πετρίδιον\n πετρίδιον, ου, τό,\n Dim. of πέτρα, Anth.', 'key': 'petri/dion'}