Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πετάννυμι
πέτασμα
πέτασος
πέτευρον
πετεινός
πέτομαι
πετραῖος
πέτρα
πετρηδόν
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πετρίδιον
πέτρινος
πετροβολία
πετροβόλος
πετρόκοιτος
πετροκυλιστής
πετρορριφής
πέτρος
πετροτόμος
View word page
πετρηρεφής
πετρηρεφής πετρ-ηρεφής, ές ἐρέφω oʼer-arched with rock, rockvaulted, Aesch., Eur.

ShortDef

o'er-arched with rock, rockvaulted

Debugging

Headword:
πετρηρεφής
Headword (normalized):
πετρηρεφής
Headword (normalized/stripped):
πετρηρεφης
IDX:
26044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26074
Key:
petrhrefh/s

Data

{'content': 'πετρηρεφής\n πετρ-ηρεφής, ές\n ἐρέφω\n oʼer-arched with rock, rockvaulted, Aesch., Eur.', 'key': 'petrhrefh/s'}