Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πέταλος
πετάννυμι
πέτασμα
πέτασος
πέτευρον
πετεινός
πέτομαι
πετραῖος
πέτρα
πετρηδόν
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
πετρίδιον
πέτρινος
πετροβολία
πετροβόλος
πετρόκοιτος
πετροκυλιστής
πετρορριφής
πέτρος
View word page
πετρήεις
πετρήεις πετρήεις, εσσα, εν πέτρα rocky, Hom., Hes.

ShortDef

rocky

Debugging

Headword:
πετρήεις
Headword (normalized):
πετρήεις
Headword (normalized/stripped):
πετρηεις
IDX:
26043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26073
Key:
petrh/eis

Data

{'content': 'πετρήεις\n πετρήεις, εσσα, εν\n πέτρα\n rocky, Hom., Hes.', 'key': 'petrh/eis'}