Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνδραγαθίζομαι
ἀνδράγρια
ἀνδρακάς
ἀνδραποδίζω
ἀνδραποδισμός
ἀνδραποδιστής
ἀνδραποδοκάπηλος
ἀνδράποδον
ἀνδραποδώδης
ἀνδράριον
ἀνδραχθής
ἀνδρεῖα
ἀνδρεία
ἀνδρείκελον
ἀνδρείκελος
ἀνδρεῖος
ἀνδρειότης
ἀνδρειφόντης
ἀνδρηλατέω
ἀνδρηλάτης
ἀνδριαντίσκος
View word page
ἀνδραχθής
ἀνδραχθής ἀνήρ, ἄχθος loading a man, as much as a man can carry, Od.

ShortDef

loading a man, as much as a man can carry

Debugging

Headword:
ἀνδραχθής
Headword (normalized):
ἀνδραχθής
Headword (normalized/stripped):
ανδραχθης
IDX:
2606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2607
Key:
a)ndraxqh/s

Data

{'content': 'ἀνδραχθής\n ἀνήρ, ἄχθος\n loading a man, as much as a man can carry, Od.', 'key': 'a)ndraxqh/s'}