Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πεσσεία
πεσσευτής
πεσσευτικός
πεσσεύω
πεσσός
πέσσω
πεταλισμός
πέταλον
πέταλος
πετάννυμι
πέτασμα
πέτασος
πέτευρον
πετεινός
πέτομαι
πετραῖος
πέτρα
πετρηδόν
πετρήεις
πετρηρεφής
πετρήρης
View word page
πέτασμα
πέτασμα πέτασμα, ατος, τό, πετάννυμι anything spread out: in pl. carpets, Aesch.

ShortDef

anything spread out

Debugging

Headword:
πέτασμα
Headword (normalized):
πέτασμα
Headword (normalized/stripped):
πετασμα
IDX:
26035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26064
Key:
pe/tasma

Data

{'content': 'πέτασμα\n πέτασμα, ατος, τό,\n πετάννυμι\n anything spread out: in pl. carpets, Aesch.', 'key': 'pe/tasma'}