Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πέσημα
πέσος
πεσσεία
πεσσευτής
πεσσευτικός
πεσσεύω
πεσσός
πέσσω
πεταλισμός
πέταλον
πέταλος
πετάννυμι
πέτασμα
πέτασος
πέτευρον
πετεινός
πέτομαι
πετραῖος
πέτρα
πετρηδόν
πετρήεις
View word page
πέταλος
πέταλος broad, flat, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πέταλος
Headword (normalized):
πέταλος
Headword (normalized/stripped):
πεταλος
IDX:
26033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26062
Key:
pe/talos

Data

{'content': 'πέταλος\n broad, flat, Anth.', 'key': 'pe/talos'}