Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Περσοδιώκτης
περσονομέομαι
περσονόμος
περυσινός
πέρυσι
Περφερέες
πέσημα
πέσος
πεσσεία
πεσσευτής
πεσσευτικός
πεσσεύω
πεσσός
πέσσω
πεταλισμός
πέταλον
πέταλος
πετάννυμι
πέτασμα
πέτασος
πέτευρον
View word page
πεσσευτικός
πεσσευτικός fit for draught-playing (πεσσοί) , skilled therein, Plat.: —πεττευτική (sc. τέχνη) = πεσσεία, Plat.

ShortDef

fit for draught-playing

Debugging

Headword:
πεσσευτικός
Headword (normalized):
πεσσευτικός
Headword (normalized/stripped):
πεσσευτικος
IDX:
26027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26056
Key:
pesseutiko/s

Data

{'content': 'πεσσευτικός\n fit for draught-playing (πεσσοί) , skilled therein, Plat.: —πεττευτική (sc. τέχνη) = πεσσεία, Plat.', 'key': 'pesseutiko/s'}