Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πέρσις
Περσίς
Περσιστί
Περσοδιώκτης
περσονομέομαι
περσονόμος
περυσινός
πέρυσι
Περφερέες
πέσημα
πέσος
πεσσεία
πεσσευτής
πεσσευτικός
πεσσεύω
πεσσός
πέσσω
πεταλισμός
πέταλον
πέταλος
πετάννυμι
View word page
πέσος
πέσος πέσος, εος, τό, = πτῶμα II, pl. πέσεα Eur.

ShortDef

fall

Debugging

Headword:
πέσος
Headword (normalized):
πέσος
Headword (normalized/stripped):
πεσος
IDX:
26024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26053
Key:
pe/sos

Data

{'content': 'πέσος\n πέσος, εος, τό,\n = πτῶμα II, pl. πέσεα Eur.', 'key': 'pe/sos'}