Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Περσικός
πέρσις
Περσίς
Περσιστί
Περσοδιώκτης
περσονομέομαι
περσονόμος
περυσινός
πέρυσι
Περφερέες
πέσημα
πέσος
πεσσεία
πεσσευτής
πεσσευτικός
πεσσεύω
πεσσός
πέσσω
πεταλισμός
πέταλον
πέταλος
View word page
πέσημα
πέσημα πέσημα, ατος, τό, a fall, Soph., Eur.; τὸ οὐρανοῦ πέσ., i.e. the Palladium, Eur.; πεσήματα νεκρῶν dead corpses, (cf. πτῶμα) Eur.
ShortDef
a fall
Debugging
Headword:
πέσημα
Headword (normalized):
πέσημα
Headword (normalized/stripped):
πεσημα
IDX:
26023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26052
Key:
pe/shma
Data
{'content': 'πέσημα\n πέσημα, ατος, τό,\n a fall, Soph., Eur.; τὸ οὐρανοῦ πέσ., i.e. the Palladium, Eur.; πεσήματα νεκρῶν dead corpses, (cf. πτῶμα) Eur.', 'key': 'pe/shma'}