Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Περσηΐς
Πέρσης
περσίζω
Περσικός
πέρσις
Περσίς
Περσιστί
Περσοδιώκτης
περσονομέομαι
περσονόμος
περυσινός
πέρυσι
Περφερέες
πέσημα
πέσος
πεσσεία
πεσσευτής
πεσσευτικός
πεσσεύω
πεσσός
πέσσω
View word page
περυσινός
περυσινός from πέρῠσι περῠσῐνός, ή, όν of last year, last yearʼs, Ar., etc.

ShortDef

of last year, last year's

Debugging

Headword:
περυσινός
Headword (normalized):
περυσινός
Headword (normalized/stripped):
περυσινος
IDX:
26020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26049
Key:
perusino/s

Data

{'content': 'περυσινός\n from πέρῠσι\n περῠσῐνός, ή, όν\n of last year, last yearʼs, Ar., etc.', 'key': 'perusino/s'}