Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περσέπολις
Περσεύς
Περσεφόνη
Περσηΐς
Πέρσης
περσίζω
Περσικός
πέρσις
Περσίς
Περσιστί
Περσοδιώκτης
περσονομέομαι
περσονόμος
περυσινός
πέρυσι
Περφερέες
πέσημα
πέσος
πεσσεία
πεσσευτής
πεσσευτικός
View word page
Περσοδιώκτης
Περσοδιώκτης Περσο-διώκτης, ου, ὁ, chaser of the Persians, Anth.
ShortDef
chaser of the Persians
Debugging
Headword:
Περσοδιώκτης
Headword (normalized):
περσοδιώκτης
Headword (normalized/stripped):
περσοδιωκτης
IDX:
26017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26046
Key:
*persodiw/kths
Data
{'content': 'Περσοδιώκτης\n Περσο-διώκτης, ου, ὁ,\n chaser of the Persians, Anth.', 'key': '*persodiw/kths'}