Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περ
πέρπερος
περσέπολις
Περσεύς
Περσεφόνη
Περσηΐς
Πέρσης
περσίζω
Περσικός
πέρσις
Περσίς
Περσιστί
Περσοδιώκτης
περσονομέομαι
περσονόμος
περυσινός
πέρυσι
Περφερέες
πέσημα
πέσος
πεσσεία
View word page
Περσίς
Περσίς Περσίς, ίδος, fem. of Περσικός Persian, Aesch., etc. as Subst., (.] (sub. γῆ) , Persis, Persia, now Farsistan, Hdt. (sub. γυνή) , a Persian woman, Xen. (sub. χλαῖνα) , a Persian cloak, Ar.

ShortDef

Persian

Debugging

Headword:
Περσίς
Headword (normalized):
περσίς
Headword (normalized/stripped):
περσις
IDX:
26015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26044
Key:
*persi/s

Data

{'content': 'Περσίς\n Περσίς, ίδος,\n fem. of Περσικός\n Persian, Aesch., etc.\n as Subst., (.] (sub. γῆ) , Persis, Persia, now Farsistan, Hdt.\n (sub. γυνή) , a Persian woman, Xen.\n (sub. χλαῖνα) , a Persian cloak, Ar.', 'key': '*persi/s'}