Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περονῆτις
περονητρίς
περονίς
περπερεύομαι
περ
πέρπερος
περσέπολις
Περσεύς
Περσεφόνη
Περσηΐς
Πέρσης
περσίζω
Περσικός
πέρσις
Περσίς
Περσιστί
Περσοδιώκτης
περσονομέομαι
περσονόμος
περυσινός
πέρυσι
View word page
Πέρσης
Πέρσης Πέρσης, ου, a Persian, inhabitant of Persis, Hdt., etc.

ShortDef

a Persian; Perses (pr.n.)

Debugging

Headword:
Πέρσης
Headword (normalized):
πέρσης
Headword (normalized/stripped):
περσης
IDX:
26011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26040
Key:
*pe/rshs

Data

{'content': 'Πέρσης\n Πέρσης, ου,\n a Persian, inhabitant of Persis, Hdt., etc.', 'key': '*pe/rshs'}