Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περόνη
περονῆτις
περονητρίς
περονίς
περπερεύομαι
περ
πέρπερος
περσέπολις
Περσεύς
Περσεφόνη
Περσηΐς
Πέρσης
περσίζω
Περσικός
πέρσις
Περσίς
Περσιστί
Περσοδιώκτης
περσονομέομαι
περσονόμος
περυσινός
View word page
Περσηΐς
Περσηΐς Περσηΐς, ίδος, ἡ, sprung from Perseus, name of Alcmena, Eur.; called Περσήϊον αἷμα in Theocr.

ShortDef

sprung from Perseus

Debugging

Headword:
Περσηΐς
Headword (normalized):
περσηΐς
Headword (normalized/stripped):
περσηις
IDX:
26010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26039
Key:
*pershi/s

Data

{'content': 'Περσηΐς\n Περσηΐς, ίδος, ἡ,\n sprung from Perseus, name of Alcmena, Eur.; called Περσήϊον αἷμα in Theocr.', 'key': '*pershi/s'}