Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περονάω
περόνημα
περόνη
περονῆτις
περονητρίς
περονίς
περπερεύομαι
περ
πέρπερος
περσέπολις
Περσεύς
Περσεφόνη
Περσηΐς
Πέρσης
περσίζω
Περσικός
πέρσις
Περσίς
Περσιστί
Περσοδιώκτης
περσονομέομαι
View word page
Περσεύς
Περσεύς Περσεύς, έως, Perseus, son of Zeus and Danae, Il., Hes., etc.:—adj. Περσεῖος, α, ον, Eur.; Epic Περσήιος, Theocr.:—Patron. Περσείδης, ου, Epic -ηιάδης, Il.

ShortDef

Perseus

Debugging

Headword:
Περσεύς
Headword (normalized):
περσεύς
Headword (normalized/stripped):
περσευς
IDX:
26008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26037
Key:
*perseu/s

Data

{'content': 'Περσεύς\n Περσεύς, έως,\n Perseus, son of Zeus and Danae, Il., Hes., etc.:—adj. Περσεῖος, α, ον, Eur.; Epic Περσήιος, Theocr.:—Patron. Περσείδης, ου, Epic -ηιάδης, Il.', 'key': '*perseu/s'}