Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πέροδος
περόναμα
περονάω
περόνημα
περόνη
περονῆτις
περονητρίς
περονίς
περπερεύομαι
περ
πέρπερος
περσέπολις
Περσεύς
Περσεφόνη
Περσηΐς
Πέρσης
περσίζω
Περσικός
πέρσις
Περσίς
Περσιστί
View word page
πέρπερος
πέρπερος .πέρπερος, ον, vainglorious, braggart, Polyb.
ShortDef
vainglorious, braggart
Debugging
Headword:
πέρπερος
Headword (normalized):
πέρπερος
Headword (normalized/stripped):
περπερος
IDX:
26006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26035
Key:
pe/rperos
Data
{'content': 'πέρπερος\n .πέρπερος, ον,\n vainglorious, braggart, Polyb.', 'key': 'pe/rperos'}