Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιωθέω
περιωπή
περιώσιος
πέρκη
περκνός
πέρνα
πέρνημι
πέροδος
περόναμα
περονάω
περόνημα
περόνη
περονῆτις
περονητρίς
περονίς
περπερεύομαι
περ
πέρπερος
περσέπολις
Περσεύς
Περσεφόνη
View word page
περόνημα
περόνημα περόνημα, Doric περόνᾱμα, ατος, τό, = πόρπᾱμα a garment pinned or buckled on, Theocr.

ShortDef

a garment pinned or buckled on

Debugging

Headword:
περόνημα
Headword (normalized):
περόνημα
Headword (normalized/stripped):
περονημα
IDX:
25999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26028
Key:
pero/nhma

Data

{'content': 'περόνημα\n περόνημα, Doric περόνᾱμα, ατος, τό,\n = πόρπᾱμα\n a garment pinned or buckled on, Theocr.', 'key': 'pero/nhma'}