Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιώδυνος
περιωθέω
περιωπή
περιώσιος
πέρκη
περκνός
πέρνα
πέρνημι
πέροδος
περόναμα
περονάω
περόνημα
περόνη
περονῆτις
περονητρίς
περονίς
περπερεύομαι
περ
πέρπερος
περσέπολις
Περσεύς
View word page
περονάω
περονάω fut. ήσω Epic aor1 περόνησα to pierce, pin, Il.:—Mid., χλαῖναν περονήσασθαι to buckle on oneʼs mantle, Il. from περόνη

ShortDef

to pierce, pin

Debugging

Headword:
περονάω
Headword (normalized):
περονάω
Headword (normalized/stripped):
περοναω
IDX:
25998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26027
Key:
perona/w

Data

{'content': 'περονάω\n fut. ήσω\n Epic aor1 περόνησα\n to pierce, pin, Il.:—Mid., χλαῖναν περονήσασθαι to buckle on oneʼs mantle, Il.\n from περόνη', 'key': 'perona/w'}