Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περίψυκτος
περιωδυνία
περιώδυνος
περιωθέω
περιωπή
περιώσιος
πέρκη
περκνός
πέρνα
πέρνημι
πέροδος
περόναμα
περονάω
περόνημα
περόνη
περονῆτις
περονητρίς
περονίς
περπερεύομαι
περ
πέρπερος
View word page
πέροδος
πέροδος πέρ-οδος, ἡ, Aeolic for περίοδος.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πέροδος
Headword (normalized):
πέροδος
Headword (normalized/stripped):
περοδος
IDX:
25996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26025
Key:
pe/rodos
Data
{'content': 'πέροδος\n πέρ-οδος, ἡ,\n Aeolic for περίοδος.', 'key': 'pe/rodos'}