Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιψιλόομαι
περίψυκτος
περιωδυνία
περιώδυνος
περιωθέω
περιωπή
περιώσιος
πέρκη
περκνός
πέρνα
πέρνημι
πέροδος
περόναμα
περονάω
περόνημα
περόνη
περονῆτις
περονητρίς
περονίς
περπερεύομαι
περ
View word page
πέρνημι
πέρνημι like πιπράσκω to export for sale, to sell as slaves (cf. περάω), πέρνασχʼ ὅντινʼ ἕλεσκε πέρην ἁλὸς ἐς Σάμον Il.; περνὰς νήσων ἐπὶ τηλεδαπάων Il.: generally, τοῖς ξένοις τὰ χρήματα περνάς Eur.:—Pass., κτήματα περνάμενα goods sold or for sale, Il.; πάντα πέρναται Ar.

ShortDef

to export for sale, to sell

Debugging

Headword:
πέρνημι
Headword (normalized):
πέρνημι
Headword (normalized/stripped):
περνημι
IDX:
25995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26024
Key:
pe/rnhmi

Data

{'content': 'πέρνημι\n like πιπράσκω\n to export for sale, to sell as slaves (cf. περάω), πέρνασχʼ ὅντινʼ ἕλεσκε πέρην ἁλὸς ἐς Σάμον Il.; περνὰς νήσων ἐπὶ τηλεδαπάων Il.: generally, τοῖς ξένοις τὰ χρήματα περνάς Eur.:—Pass., κτήματα περνάμενα goods sold or for sale, Il.; πάντα πέρναται Ar.', 'key': 'pe/rnhmi'}