Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιψάω
περίψημα
περιψιλόομαι
περίψυκτος
περιωδυνία
περιώδυνος
περιωθέω
περιωπή
περιώσιος
πέρκη
περκνός
πέρνα
πέρνημι
πέροδος
περόναμα
περονάω
περόνημα
περόνη
περονῆτις
περονητρίς
περονίς
View word page
περκνός
περκνός .περκνός, ή, όν dark coloured, of grapes or olives beginning to ripen, Anth.; cf. ἐπί-περκνος. as Subst., name of an eagle, μόρφνον ὃν καὶ περκνὸν καλέουσι Il.

ShortDef

dark coloured

Debugging

Headword:
περκνός
Headword (normalized):
περκνός
Headword (normalized/stripped):
περκνος
IDX:
25993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26022
Key:
perkno/s

Data

{'content': 'περκνός\n .περκνός, ή, όν\n dark coloured, of grapes or olives beginning to ripen, Anth.; cf. ἐπί-περκνος. \n as Subst., name of an eagle, μόρφνον ὃν καὶ περκνὸν καλέουσι Il.', 'key': 'perkno/s'}