Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περίχωρος
περιψάω
περίψημα
περιψιλόομαι
περίψυκτος
περιωδυνία
περιώδυνος
περιωθέω
περιωπή
περιώσιος
πέρκη
περκνός
πέρνα
πέρνημι
πέροδος
περόναμα
περονάω
περόνημα
περόνη
περονῆτις
περονητρίς
View word page
πέρκη
πέρκη πέρκη, ἡ, a river-fish so called from its dusky colour (v. περκνός), the perch, Com.

ShortDef

the perch

Debugging

Headword:
πέρκη
Headword (normalized):
πέρκη
Headword (normalized/stripped):
περκη
IDX:
25992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26021
Key:
pe/rkh

Data

{'content': 'πέρκη\n πέρκη, ἡ,\n a river-fish so called from its dusky colour (v. περκνός), the perch, Com.', 'key': 'pe/rkh'}