Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιχωρέω
περίχωρος
περιψάω
περίψημα
περιψιλόομαι
περίψυκτος
περιωδυνία
περιώδυνος
περιωθέω
περιωπή
περιώσιος
πέρκη
περκνός
πέρνα
πέρνημι
πέροδος
περόναμα
περονάω
περόνημα
περόνη
περονῆτις
View word page
περιώσιος
περιώσιος περι-ώσιος, ον, prob. Ionic for περι-ούσιος, immense, countless, Solon., Anth.:—neut. as adv., περιώσιον, exceeding, beyond measure, Hom.; so pl. περιώσια, Hhymn.:—also c. gen., just like περί, περιώσιον ἄλλων far beyond the rest, Hhymn., Pind.

ShortDef

immense, countless

Debugging

Headword:
περιώσιος
Headword (normalized):
περιώσιος
Headword (normalized/stripped):
περιωσιος
IDX:
25991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26020
Key:
periw/sios

Data

{'content': 'περιώσιος\n περι-ώσιος, ον,\n prob. Ionic for περι-ούσιος, immense, countless, Solon., Anth.:—neut. as adv., περιώσιον, exceeding, beyond measure, Hom.; so pl. περιώσια, Hhymn.:—also c. gen., just like περί, περιώσιον ἄλλων far beyond the rest, Hhymn., Pind.', 'key': 'periw/sios'}