Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄνδηρον
ἄνδιχα
ἀνδραγαθέω
ἀνδραγάθημα
ἀνδραγαθία
ἀνδραγαθίζομαι
ἀνδράγρια
ἀνδρακάς
ἀνδραποδίζω
ἀνδραποδισμός
ἀνδραποδιστής
ἀνδραποδοκάπηλος
ἀνδράποδον
ἀνδραποδώδης
ἀνδράριον
ἀνδραχθής
ἀνδρεῖα
ἀνδρεία
ἀνδρείκελον
ἀνδρείκελος
ἀνδρεῖος
View word page
ἀνδραποδιστής
ἀνδραποδιστής from ἀνδραποδίζω a slave-dealer, kidnapper, Ar., Plat.; ἀνδρ. ἑαυτοῦ one who sells his own independence, Xen.

ShortDef

a slave-dealer, kidnapper

Debugging

Headword:
ἀνδραποδιστής
Headword (normalized):
ἀνδραποδιστής
Headword (normalized/stripped):
ανδραποδιστης
IDX:
2601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2602
Key:
a)ndrapodisth/s

Data

{'content': 'ἀνδραποδιστής\n from ἀνδραποδίζω\n a slave-dealer, kidnapper, Ar., Plat.; ἀνδρ. ἑαυτοῦ one who sells his own independence, Xen.', 'key': 'a)ndrapodisth/s'}