Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιχρίω
περιχώομαι
περιχωρέω
περίχωρος
περιψάω
περίψημα
περιψιλόομαι
περίψυκτος
περιωδυνία
περιώδυνος
περιωθέω
περιωπή
περιώσιος
πέρκη
περκνός
πέρνα
πέρνημι
πέροδος
περόναμα
περονάω
περόνημα
View word page
περιωθέω
περιωθέω fut. -ώσω to push or shove about, Dem. to push from its place:—Pass. perf. περιέωσμαι, to be pushed away, ἐκ πάντων περιεώσμεθα Thuc.; π. ἔν τινι to lose oneʼs place in a personʼs favour, Thuc.

ShortDef

to push

Debugging

Headword:
περιωθέω
Headword (normalized):
περιωθέω
Headword (normalized/stripped):
περιωθεω
IDX:
25989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26018
Key:
periwqe/w

Data

{'content': 'περιωθέω\n fut. -ώσω\n to push or shove about, Dem.\n to push from its place:—Pass. perf. περιέωσμαι, to be pushed away, ἐκ πάντων περιεώσμεθα Thuc.; π. ἔν τινι to lose oneʼs place in a personʼs favour, Thuc.', 'key': 'periwqe/w'}