Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιχορεύω
περιχρίω
περιχώομαι
περιχωρέω
περίχωρος
περιψάω
περίψημα
περιψιλόομαι
περίψυκτος
περιωδυνία
περιώδυνος
περιωθέω
περιωπή
περιώσιος
πέρκη
περκνός
πέρνα
πέρνημι
πέροδος
περόναμα
περονάω
View word page
περιώδυνος
περιώδυνος περι-ώδῠνος, ον, ὀδύνη exceeding painful, Aesch. suffering great pain, Dem.

ShortDef

exceeding painful

Debugging

Headword:
περιώδυνος
Headword (normalized):
περιώδυνος
Headword (normalized/stripped):
περιωδυνος
IDX:
25988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26017
Key:
periw/dunos

Data

{'content': 'περιώδυνος\n περι-ώδῠνος, ον,\n ὀδύνη\n exceeding painful, Aesch.\n suffering great pain, Dem.', 'key': 'periw/dunos'}