Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περίχθων
περιχορεύω
περιχρίω
περιχώομαι
περιχωρέω
περίχωρος
περιψάω
περίψημα
περιψιλόομαι
περίψυκτος
περιωδυνία
περιώδυνος
περιωθέω
περιωπή
περιώσιος
πέρκη
περκνός
πέρνα
πέρνημι
πέροδος
περόναμα
View word page
περιωδυνία
περιωδυνία περιωδῠνία, ἡ, excessive pain, Plat. from περιώδῠνος

ShortDef

excessive pain

Debugging

Headword:
περιωδυνία
Headword (normalized):
περιωδυνία
Headword (normalized/stripped):
περιωδυνια
IDX:
25987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26016
Key:
periwduni/a

Data

{'content': 'περιωδυνία\n περιωδῠνία, ἡ,\n excessive pain, Plat.\n from περιώδῠνος', 'key': 'periwduni/a'}