Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περίχειρον
περιχέω
περίχθων
περιχορεύω
περιχρίω
περιχώομαι
περιχωρέω
περίχωρος
περιψάω
περίψημα
περιψιλόομαι
περίψυκτος
περιωδυνία
περιώδυνος
περιωθέω
περιωπή
περιώσιος
πέρκη
περκνός
πέρνα
πέρνημι
View word page
περιψιλόομαι
περιψιλόομαι aor1 -εψιλώθην Pass. to be made bald or bare all round, περιψιλωθῆναι τὰς σάρκας to have oneʼs flesh all stript off, Hdt.
ShortDef
to be made bald
Debugging
Headword:
περιψιλόομαι
Headword (normalized):
περιψιλόομαι
Headword (normalized/stripped):
περιψιλοομαι
IDX:
25985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26014
Key:
periyilo/omai
Data
{'content': 'περιψιλόομαι\n aor1 -εψιλώθην\n Pass. to be made bald or bare all round, περιψιλωθῆναι τὰς σάρκας to have oneʼs flesh all stript off, Hdt.', 'key': 'periyilo/omai'}