Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιχαρακόω
περιχαρής
περιχειλόω
περίχειρον
περιχέω
περίχθων
περιχορεύω
περιχρίω
περιχώομαι
περιχωρέω
περίχωρος
περιψάω
περίψημα
περιψιλόομαι
περίψυκτος
περιωδυνία
περιώδυνος
περιωθέω
περιωπή
περιώσιος
πέρκη
View word page
περίχωρος
περίχωρος περί-χωρος, ον, round about a place: οἱ περίχωροι the people about, Dem., etc.:— ἡ π. (sc. γῆ) the country round about, NTest.

ShortDef

round about a place

Debugging

Headword:
περίχωρος
Headword (normalized):
περίχωρος
Headword (normalized/stripped):
περιχωρος
IDX:
25982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26011
Key:
peri/xwros

Data

{'content': 'περίχωρος\n περί-χωρος, ον,\n round about a place: οἱ περίχωροι the people about, Dem., etc.:— ἡ π. (sc. γῆ) the country round about, NTest.', 'key': 'peri/xwros'}