Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιφωνέω
περιχαρακόω
περιχαρής
περιχειλόω
περίχειρον
περιχέω
περίχθων
περιχορεύω
περιχρίω
περιχώομαι
περιχωρέω
περίχωρος
περιψάω
περίψημα
περιψιλόομαι
περίψυκτος
περιωδυνία
περιώδυνος
περιωθέω
περιωπή
περιώσιος
View word page
περιχωρέω
περιχωρέω fut. ήσω to go round, Ar. to come round to, come to in succession, π. εἰς Δαρεῖον ἡ βασιληίη Hdt.
ShortDef
to go round
Debugging
Headword:
περιχωρέω
Headword (normalized):
περιχωρέω
Headword (normalized/stripped):
περιχωρεω
IDX:
25981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26010
Key:
perixwre/w
Data
{'content': 'περιχωρέω\n fut. ήσω\n to go round, Ar.\n to come round to, come to in succession, π. εἰς Δαρεῖον ἡ βασιληίη Hdt.', 'key': 'perixwre/w'}