Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιφυτεύω
περιφωνέω
περιχαρακόω
περιχαρής
περιχειλόω
περίχειρον
περιχέω
περίχθων
περιχορεύω
περιχρίω
περιχώομαι
περιχωρέω
περίχωρος
περιψάω
περίψημα
περιψιλόομαι
περίψυκτος
περιωδυνία
περιώδυνος
περιωθέω
περιωπή
View word page
περιχώομαι
περιχώομαι Epic 3rd sg. aor1 περιχώσατο Mid.:— to be exceeding angry about, c. gen., Il.

ShortDef

to be exceeding angry about

Debugging

Headword:
περιχώομαι
Headword (normalized):
περιχώομαι
Headword (normalized/stripped):
περιχωομαι
IDX:
25980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26009
Key:
perixw/omai

Data

{'content': 'περιχώομαι\n Epic 3rd sg. aor1 περιχώσατο\n Mid.:— to be exceeding angry about, c. gen., Il.', 'key': 'perixw/omai'}