Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περιφύω
περιφυτεύω
περιφωνέω
περιχαρακόω
περιχαρής
περιχειλόω
περίχειρον
περιχέω
περίχθων
περιχορεύω
περιχρίω
περιχώομαι
περιχωρέω
περίχωρος
περιψάω
περίψημα
περιψιλόομαι
περίψυκτος
περιωδυνία
περιώδυνος
περιωθέω
View word page
περιχρίω
περιχρίω fut. σω to smear or cover over, Luc.
ShortDef
to smear
Debugging
Headword:
περιχρίω
Headword (normalized):
περιχρίω
Headword (normalized/stripped):
περιχριω
IDX:
25979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26008
Key:
perixri/w
Data
{'content': 'περιχρίω\n fut. σω\n to smear or cover over, Luc.', 'key': 'perixri/w'}