Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιφρόνησις
περιφρουρέω
περίφρων
περιφύω
περιφυτεύω
περιφωνέω
περιχαρακόω
περιχαρής
περιχειλόω
περίχειρον
περιχέω
περίχθων
περιχορεύω
περιχρίω
περιχώομαι
περιχωρέω
περίχωρος
περιψάω
περίψημα
περιψιλόομαι
περίψυκτος
View word page
περιχέω
περιχέω fut. -χεῶ aor1 -έχεα Epic περι-χεύω aor1 περίχευα to pour round or over, τί τινι, properly of liquids, Hom.; of metal-workers, χρυσὸν κέρασιν περιχεύας having spread gold leaf round its horns, Il.; so in Mid., ὡς δʼ ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται ἀργύρῳ Od.:—Pass. to be poured around, περὶ δʼ ἀμβρόσιος κέχυθʼ ὕπνος Il.; τῶν ὀστέων περικεχυμένων heaped all round, Hdt.; of persons, περιχυθέντες crowding round, Hdt.

ShortDef

to pour round

Debugging

Headword:
περιχέω
Headword (normalized):
περιχέω
Headword (normalized/stripped):
περιχεω
IDX:
25976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26005
Key:
perixe/w

Data

{'content': 'περιχέω\n fut. -χεῶ\n aor1 -έχεα\n Epic περι-χεύω\n aor1 περίχευα\n to pour round or over, τί τινι, properly of liquids, Hom.; of metal-workers, χρυσὸν κέρασιν περιχεύας having spread gold leaf round its horns, Il.; so in Mid., ὡς δʼ ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται ἀργύρῳ Od.:—Pass. to be poured around, περὶ δʼ ἀμβρόσιος κέχυθʼ ὕπνος Il.; τῶν ὀστέων περικεχυμένων heaped all round, Hdt.; of persons, περιχυθέντες crowding round, Hdt.', 'key': 'perixe/w'}