Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιφράζομαι
περίφρακτος
περιφράσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφρουρέω
περίφρων
περιφύω
περιφυτεύω
περιφωνέω
περιχαρακόω
περιχαρής
περιχειλόω
περίχειρον
περιχέω
περίχθων
περιχορεύω
περιχρίω
περιχώομαι
περιχωρέω
περίχωρος
View word page
περιχαρακόω
περιχαρακόω to surround with a stockade, Aeschin.

ShortDef

to surround with a stockade

Debugging

Headword:
περιχαρακόω
Headword (normalized):
περιχαρακόω
Headword (normalized/stripped):
περιχαρακοω
IDX:
25972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26001
Key:
perixarako/w

Data

{'content': 'περιχαρακόω\n to surround with a stockade, Aeschin.', 'key': 'perixarako/w'}