Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγορήνδε
ἀγορητής
ἀγορητύς
ἀγορῆφι
ἀγός
ἄγος
ἀγοστός
ἀγράμματος
ἄγραπτος
ἄγρα
ἀγραυλέω
ἄγραυλος
ἄγραφος
ἀγρεῖος
ἀγρειοσύνη
ἀγρεῖφνα
ἀγρέμιον
ἄγρευμα
ἀγρεύς
ἀγρευτής
ἀγρεύω
View word page
ἀγραυλέω
ἀγραυλέω ἄγραυλος to dwell in the field, NTest.

ShortDef

to dwell in the field

Debugging

Headword:
ἀγραυλέω
Headword (normalized):
ἀγραυλέω
Headword (normalized/stripped):
αγραυλεω
IDX:
260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n260
Key:
a)graule/w

Data

{'content': 'ἀγραυλέω\n ἄγραυλος\n to dwell in the field, NTest.', 'key': 'a)graule/w'}