Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
περίφραγμα
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτος
περιφράσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφρουρέω
περίφρων
περιφύω
περιφυτεύω
περιφωνέω
περιχαρακόω
περιχαρής
περιχειλόω
περίχειρον
περιχέω
περίχθων
περιχορεύω
περιχρίω
περιχώομαι
View word page
περιφυτεύω
περιφυτεύω fut. σω to plant round about, il.
ShortDef
to plant round about
Debugging
Headword:
περιφυτεύω
Headword (normalized):
περιφυτεύω
Headword (normalized/stripped):
περιφυτευω
IDX:
25970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25999
Key:
perifuteu/w
Data
{'content': 'περιφυτεύω\n fut. σω\n to plant round about, il.', 'key': 'perifuteu/w'}