Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

περιφορά
περιφορητός
περίφραγμα
περιφραδής
περιφράζομαι
περίφρακτος
περιφράσσω
περιφρονέω
περιφρόνησις
περιφρουρέω
περίφρων
περιφύω
περιφυτεύω
περιφωνέω
περιχαρακόω
περιχαρής
περιχειλόω
περίχειρον
περιχέω
περίχθων
περιχορεύω
View word page
περίφρων
περίφρων περί-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν very thoughtful, very careful, notable, of Penelope, Hom. like ὑπέρφρων, haughty, over-weening, Aesch. c. gen. despising a thing, Anth.

ShortDef

very thoughtful, very careful, notable

Debugging

Headword:
περίφρων
Headword (normalized):
περίφρων
Headword (normalized/stripped):
περιφρων
IDX:
25968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n25997
Key:
peri/frwn

Data

{'content': 'περίφρων\n περί-φρων, ονος, ὁ, ἡ,\n φρήν\n very thoughtful, very careful, notable, of Penelope, Hom.\n like ὑπέρφρων, haughty, over-weening, Aesch.\n c. gen. despising a thing, Anth.', 'key': 'peri/frwn'}